Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ - Γεώργιος Βιζυηνός

- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε, σαν παραμύθι τάχα;
-Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα, Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι σαν νάταν χθες μονάχα. Στην Πόλη, στη Χρυσόπορτα, στον πύργον από κάτου Είν' ένα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σαν παλάτι, Σαν άγιο παρακκλήσι. Κανένας τούρκος δεν μπορεί να κρατηθεί κοντά του, Κανείς της σιδερόπορτας να βρεί το μονοπάτι, Να πα να το μηνύσει. Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας που το ξέρει, Περνά απ' αυτού κρυφά - κρυφά και το σταυρό του κάνει Με φόβο και με ελπίδα. ΄Ετσι κι εγώ βαστούμενη στο πατρικό μου χέρι Επήγα κι επροσκύνησα. Και έδ' αυτού με εφάνη. Όχι μ' εφάνη! Είδα: Μες στο σκοτάδι το βαθύ έν' άστρο σα λυχνάρι, Σαν μια φλόγα μυστική απ' το Θεό αναμμένη, Γαλάζια λάμψη χύνει. Και φέγγει τη λευκόχλωμη του βασιλέως Χάρη, Που με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει Στην αργυρή του κλίνη.
 
- Απέθανε, γιαγιά;
-Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται, Κοιμάται μόνο! Τη χρυσή κορώνα στο κεφάλι, Το σκήπτρο του στο χέρι, Και, σαν παλιοί του σύντροφοι, «ιστοί του παραστάται, Στα στήθη του ο Σταυραετός, στα πόδια του προβάλλει Δικέφαλο Ξαφτέρι. Επάνω απ' το κεφάλι του η ασπίδα παραστέκει Κι εκεί που το χρυσόπλεκτο, το ψηφωτό ζωνάρι Την μέση του κατέχει, Σαν αστραπή π' απέμεινε χωρίς αστροπελέκι, Ζερβιά, ως κάτου κρέμεται τ' αστραφτερό θηκάρι - Μέσα σπαθί δεν έχει!»

- Γιατί γιαγιά; Που είναι το;
-Βαμμένο μες στο αίμα, ακόμ' ως τώρα βρίσκεται σ' ενός αγγέλου χέρι, στον ουρανό επάνου  Ητανε τότε που η τουρκιά την Πόλιν επολέμα. Μέσα μια φούχτα ελεύθεροι, απ' εξω μύριο ασκέρι Οι σκλάβοι του σουλτάνου. Κι ο Μωχαμέτης ο ίδιος του πα στ' άγριο του άτι: -Δός μου της Πόλεως τα κλειδιά! Του Κωνσταντίνου κράζει,και το σπαθί σου δός μου!
-Ελα και πάρτα! Αέγ' αυτός του τούρκου του μουχτάτη. Εγώ δεν δίνω τίποτε! Τίποτ' ενόσω βράζει Μια στάλα γαίμα εντός μου! Κι επρόβαλαν τα λάβαρα κι αρχίνησεν η μάχη!Σαράντα μέρες πολεμούν, σαράντα μερονύχτια Χτυπιούνται και χτυπούνε, Οι τούρκοι σαν τα κύματα κι οι Χριστιανοί σαν βράχοι. Κι ούτε των Φράγκων προδοσίες, ούτε των Φλάρων δίχτυα Τον Βασιλέα σειούνε. Απ' τες σαράντα κ' ύστερα Θεός τον παραγέλλει: -Για του λαού τα κρίματα, είναι γραφτό να γίνη, προσκυνά τον σουλτάνο! Μ' αυτός, το χέρι στο σπαθί, πεισμώνεται, δεν θέλει! -Πριν μπρος σε τούρκο τύραννο το γονατό μου κλίνει, πες κάλλιο ν' αποθάνω! -Εξω απ' το κάστρο χύνεται με σπάθα γυμνωμένη, και σφάζει τούρκων κατοστές κι Αγαρηνών χιλιάδες- Εκείνος κι ο στρατός του. Μα ήτ' ολίγος ο στρατός, κι οι πρώτοι λαβωμένοι! Επεσαν τα' αρχοντόπουλα, εφύγαν οι Ρηγάδες, κι απέμεινεν ατός του. Οσο τον ζώνουν τα σκυλιά, τόσο χτυπά και σφάζει, σαν πληγωμένος λέοντας, σαν τίγρης της ερήμου, που τα παιδιά της σκότωσαν.Μα κει του πέφτει τ' άλογο! Και πέφτει αυτός και κράζει: -Δεν βρίσκεται ένας Χριστιανός να πάρ' την κεφαλή μου, πριν παν και με σκλαβώσουν; Μια τρίχα, και τον σκότωνεν αράπικη λεπίδα! Μα δεν το ήθελ' ο Θεός. Δεν ήθελε ν' αφήσει των Χριστιανών το Γένος αιώνια δίχως Βασιλιά κι ελευθερίας ελπίδα. Γι' αυτ' Ό προστάζει έν' άγελο να πα να τον βοηθήσει, σαν ήταν κυκλωμένος. Κι αυτός το Μαύρο λακπατά, τον Βασιλέα σώζει, το κοφτερό του το σπαθί του παίρνει από το χέρι, τους τούρκους διασκορπίζει. Πα στα λευκά του τα φτερά τον Βασιλέα σηκώνει, μες στο πλατύ το σπήλαιο, που σ' είπα, τόνε φέρει κι εκεί τόνε κοιμίζει.

- Και τώρα πια δεν ημπορείγιαγιάκα να ξυπνήση;
-Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς, σηκώνει το κεφάλι, και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή, πόχει ο Θεός ορίσει. Και βλέπει αν ήρθε ο άγγελος, για να του φέρει πάλι το κοφτερό το σπαθί του.
 

- Και θάρθη, ναι γιαγιά μου;
-θα'ρθεί παιδάκι μου, θα'ρθεί! Και όταν έρθει, τι χαρά στη γή, στην Οικουμένη, σ' όποιους θα ζούνε τότε! Διπλό, τριπλό θα πάρουμε αυτό που μας επάρθη, κι η Πόλις κι η Αγια Σοφιά δική μας θε να γένει!

- Πότε, γιαγιά μου, πότε;   
          
-Οταν τρανέψης, γιόκα μου, κι αρματωθείς, και κάμης, τον όρκο στην Ελευθερία, συ κι όλη η νεολαία, να σώσετε την χώρα. Τότε θε να'ρθει ο άγγελος κι αγγελικαί δυνάμεις, να 'μβούνε, να ξυπνήσουνε, να πουν στον Βασιλέα πως ήλθε πια η ώρα! Κι ο Βασιλέας θα σηκωθεί την σπάθα του θα δράξει, και στρατηγός σας θε να μπεί στο πρώτο του Βασίλειο τον Τούρκο να χτυπήση. Και χτύπα - χτύπα, θα τον πα μακρά να τον πετάξει πίσω στην κόκκινη μηλιά, και πίσω από τον ήλιο, που πια να μη γυριση'
 
Κωνσταντῖνος ΙΑ'  Παλαιολόγος (8 Φεβρουαρίου 1405 - 29 Μαΐου 1453)