Σοπενάουερ: H αδιαφορία κι η σκληρότητα της Φύσης



O φόβος του θανάτου είναι ανεξάρτητος από κάθε γνώση, αφού χαρακτηρίζει και τα ζώα, τα οποία αγνοούν την ύπαρξη του θανάτου. Όλα τα πλάσματα γεννιούνται με αυτόν τον a priori φόβο, ο οποίος ωστόσο, δεν είναι παρά η άλλη όψη της θέλησης για ζωή, με την οποία ταυτιζόμαστε όλοι. Άρα για κάθε ζώο ο φόβος της ίδιας του της καταστροφής, όπως άλλωστε και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, είναι έμφυτος. Αυτός ακριβώς ο φόβος του θανάτου, και όχι απλά η αποφυγή του πόνου, κρύβεται πίσω από τη σχολαστική  επαγρύπνηση με την οποία το ζώο προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό του, και ακόμη περισσότερο τα ομοειδή του, απ' όποιον μπορούσε να γίνει επικίνδυνος. Γιατί απομακρύνονται  τα ζώα, γιατί τρέμουν και προσπαθούν να κρυφτούν; Απλούστατα γιατί αποτελούνται από καθαρή θέληση για ζωή, άρα ο φόβος του θανάτου είναι έμφυτος σε αυτά, γι' αυτό και προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο. Από τη φύση του ο άνθρωπος είναι ακριβώς το ίδιο. Το μεγαλύτερο κακό, η χειρότερη απειλή για αυτόν, είναι ο θάνατος, η μεγαλύτερη αγωνία είναι η αγωνία του θανάτου.

[...] Αφού λοιπόν η φύση εγκαταλείπει ανενδοίαστα οργανισμούς δικούς της, κατασκευασμένους με άπειρη επιδεξιότητα, όχι μόνο στα αιμοβόρα ένστικτα του ισχυρότερου αλλά ακόμα και στα καπρίτσια της τύχης ή του οποιουδήποτε ανόητου, στη μοχθηρία κάποιου παιδιού, είναι σαν να θέλει να μας πει ότι η εξόντωση αυτών των οργανισμών της είναι αδιάφορη, δεν την βλάπτει καθόλου, δεν έχει καμιά απολύτως σημασία για αυτήν, κι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο αδιάφορο αίτιο.

Η φύση το δηλώνει αυτό ξεκάθαρα και δε λέει ποτέ ψέμματα. Αρνείται μάλιστα να σχολιάσει τις ενέργειες της και περιορίζεται να τις εκφράζει με λακωνικότητα ενός μαντείου. Αν λοιπόν τώρα; η μητέρα των πάντων στέλνει ανέμελα τα παιδιά της χωρίς καμιά προστασία να εκτεθούν σε χίλιους κινδύνους, αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει  παρά μόνο επειδή γνωρίζει ότι, όταν θα πέσουν, θα επιστρέψουν στη μήτρα της, όπου θα είναι και πάλι ασφαλή. 


Τον άνθρωπο δεν τον αντιμετωπίζει διαφορετικά. Η τακτική της επεκτείνεται και σ' αυτόν: η ζωή ή ο θάνατος του ατόμου την αφήνουν αδιάφορη. Για αυτό και θα έπρεπε και για εμάς, υπό κάποια έννοια, να είναι επίσης αδιάφορα, γιατί στην πραγματικότητα είμαστε κι εμείς οι ίδιοι μέρος της φύσης. Αν μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα πιο βαθιά, σίγουρα θα συμφωνούσαμε με τη φύση και θα βλέπαμε τη ζωή ή το θάνατο το ίδιο αδιάφορα με εκείνη.

Στο μεταξύ αν το καλοσκεφτούμε, θα πρέπει να αποδώσουμε την απρόσεκτη και αδιάφορη στάση της φύσης, όσον αφορά την ζωή των ατόμων, στο γεγονός ότι η καταστροφή ενός τέτοιου φαινομένου δε διαταράσσει στο ελάχιστο την αληθινή και πραγματική εσωτερική του υπόσταση.

Ισχυρίζομαι ότι όλοι διαισθητικά αντιλαμβάνονται όσα με λόγια προσπάθησα να περιγράψω, υπό την προϋπόθεση ότι το μυαλό τους δεν είναι κατωτάτου επιπέδου, κι αυτό γιατί αυτού του τύπου τα μυαλά είναι ικανά να γνωρίζουν μόνο κάτι συγκεκριμένο με τις ιδιότητες του, άρα περιορίζονται αυστηρά στη γνώση των ατόμων, όπως κάνει το μυαλό των ζώων....μόνο μικρά και στενά μυαλά φοβούνται σοβαρά ότι ο θάνατος σημαίνει την εξαφάνιση τους, μόνο ιδιαίτερα τους ιδιαίτερα προικισμένους δεν αγγίζει καθόλου ο τρόμος του θανάτου.

Ο θάνατος έρχεται απρόσκλητος φέρνοντας το τέλος του ατόμου, μόνο που σε αυτό το άτομο εμπεριέχεται ο σπόρος μιας καινούριας ύπαρξης, Άρα από αυτά που πεθαίνουν, τίποτα δεν πεθαίνει για πάντα, όπως επίσης και τίποτα απ' όσα γεννιούνται δεν αποκτά μια εκ βάθρων καινούρια ύπαρξη. Ότι πεθαίνει χάνεται, αλλά μένει ο σπόρος, από τον οποίο παράγεται μια καινούρια φύση, η οποία αποκτά ύπαρξη, χωρίς να ξέρει από που προέρχεται και για ποιο λόγο είναι έτσι όπως είναι.

Τα έθνη επίσης υπάρχουν σαν σαν αθάνατα άτομα, αν και μερικές φορές αλλάζουν ονόματα. Ακόμα κι οι πράξεις τους, όσα κάνουν κι όσα υποφέρουν, είναι πάντα τα ίδια, αν και η ιστορία πάντα προσποιείται ότι αφηγείται κάτι διαφορετικό.

Η γέννηση και ο θάνατος δεν αφορούν την πραγματική ουσία των πραγμάτων, αλλά η τελευταία παραμένει ανέγγιχτη απ' αυτά, άρα είναι άφθαρτη, άρα κάθε πράγμα που έχει τη θέληση να υπάρχει, υπάρχει συνεχώς και χωρίς τέλος.

Arthur Schopenhauer